- λαβῇ
- λάπτωEpic. Alex.Adesp.aor subj pass 3rd sgλαβήfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαβή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβή — η (AM λαβή) 1. το μέρος ενός αντικειμένου από το οποίο μπορεί κάποιος να τό πιάσει ή να τό κρατήσει ή να τό χρησιμοποιήσει, χερούλι, χέρι, πιάσιμο (α. «λαβή στάμνας» β. «λαβή όπλου» γ. «τὸν εἰς τὴν τέχνην ἐλέφαντα εἰς μαχαιρῶν λαβάς», Δημοσθ.) 2 … Dictionary of Greek
λαβή — η 1. το μέρος απ όπου κρατούμε κάτι, το χερούλι: Άρπαξε το μαχαίρι από τη λαβή. 2. μτφ., αφορμή: Μη δίνεις συνεχώς λαβή για σχόλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάβη — λάπτω Epic. Alex.Adesp. aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβῃ — λαμβάνω a aor subj mp 2nd sg λαμβάνω a aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάβηι — λάβῃ , λαμβάνω a aor subj mp 2nd sg λάβῃ , λαμβάνω a aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβαῖς — λαβή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβαί — λαβή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβῆς — λαβή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβήν — λαβή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)